- πολυκύμονος
- πολυκύμωνbringing forth muchgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъноговълньныи — (1*) пр. Бурный. Образн.: море пресѣкающи бурю стр(с)тии. и многоволньнаго жи(т)˫а горе(с). фараѡна погружающи. (πολυκύμονος) ГБ XIV, 69в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… … Dictionary of Greek